θεοπρόσπλοκος

θεοπρόσπλοκος
θεο-πρόσπλοκος, ον,
A very religious, as gloss on ἱεροπρόσπολος, Procl.Par.Ptol.224.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεοπρόσπλοκος — θεοπρόσπλοκος, ον (Α) αυτός που φοβάται τον θεό και προσκολλάται στα θεία, ο θρησκομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + προσ πλοκος (< προσ πλέκω «συνάπτω, συνδέω»] …   Dictionary of Greek

  • θεοπροσπλόκους — θεοπρόσπλοκος very religious masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπρόσπλοκοι — θεοπρόσπλοκος very religious masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοπρόσπολος — θεοπρόσπολος, ον (Α) ο θεοπρόσπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρόσ πολος «υπηρέτης» (< προς + πόλος < πέλομαι, πρβλ. αι πόλος, ονειρο πόλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”